- σοβαρεύω
- σοβάρεψα, σοβαρεύτηκα, σοβαρεμένος1. γίνομαι σοβαρός, συμπεριφέρομαι με σοβαρότητα: Μεγάλωσε και σοβάρεψε πια.2. μιλώ με σοβαρότητα: Σοβαρεύεσαι τώρα ή θέλεις να μας πειράξεις;3. «Σοβάρεψαν τα πράγματα», η κατάσταση είναι τέτοια που χρειάζεται πια σοβαρή αντιμετώπιση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.