σοβαρεύω

σοβαρεύω
σοβάρεψα, σοβαρεύτηκα, σοβαρεμένος
1. γίνομαι σοβαρός, συμπεριφέρομαι με σοβαρότητα: Μεγάλωσε και σοβάρεψε πια.
2. μιλώ με σοβαρότητα: Σοβαρεύεσαι τώρα ή θέλεις να μας πειράξεις;
3. «Σοβάρεψαν τα πράγματα», η κατάσταση είναι τέτοια που χρειάζεται πια σοβαρή αντιμετώπιση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σοβαρεύω — σοβαρεύω, σοβάρεψα βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: σοβαρεύω, σοβαρεύομαι : η έννοια διαφοροποιείταιαπό την ενεργητική στην παθητική φωνή. Το σοβαρεύω σημαίνει → γίνομαι σοβαρός ή παίρνω σοβαρό ύφος. Το σοβαρεύομαι σημαίνει φέρνομαι, ενεργώ με σοβαρότητα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σοβαρεύομαι — σοβαρεύομαι, σοβαρεύτηκα βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: σοβαρεύω, σοβαρεύομαι : η έννοια διαφοροποιείταιαπό την ενεργητική στην παθητική φωνή. Το σοβαρεύω σημαίνει → γίνομαι σοβαρός ή παίρνω σοβαρό ύφος. Το σοβαρεύομαι σημαίνει φέρνομαι, ενεργώ με… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σοβαρεύομαι — ΝΑ [σοβαρός] νεοελλ. 1. ενεργώ, μιλώ ή φέρομαι με σοβαρότητα, με αξιοπρέπεια, έχω σοβαρό ύφος, δεν αστειεύομαι 2. παίρνω σοβαρό ύφος, παύω να αστειεύομαι («πρέπει να σοβαρευθούμε και να συζητήσουμε») αρχ. 1. φέρομαι πομπωδώς, αλαζονεύομαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”